λιμόψωρος

λιμόψωρος
λῑμόψωρος , λιμόψωρος
scurvy
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιμόψωρος — λιμόψωρος, ὁ (Α) είδος ψώρας τών ανθρώπων και τών ζώων που οφείλεται σε πείνα ή σε κακή διατροφή («καὶ τοῑς ἀνδράσιν ὁ λεγόμενος λιμόψωρος καὶ τοιαύτη καχεξία», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ψωρος (< ψώρα), πρβλ. μελάμ ψωρος] …   Dictionary of Greek

  • λιμοψώρα — λιμοψώρα, ἡ (Μ) [λιμόψωρος] ο λιμόψωρος* …   Dictionary of Greek

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”